Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

7048 - Ο θεσμός του «Πρώτου» του Αγίου Όρους

Γέρων Παύλος Λαυριώτης
Πρωτεπιστάτης
Αγίου Όρους
Ο θεσμός του «Πρώτου» του Αγίου Όρους: συμβολή στην έρευνα της ιστορικής διαμόρφωσης της αγιορειτικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 105 Συντάγματος)

Βυζαντινή – Οθωμανική – Νεότερη Περίοδος 1
Ι. Εισαγωγικά
Στο πλαίσιο της εισηγήσεως που ακολουθεί, θα προσεγγίσουμε ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα και αινιγματικά – συνάμα όμως και άκρως ενδιαφέροντα – ζητήματα της ιστορίας του αγιορειτικού δικαίου. Αφορά στη σημασία του θεσμού του Πρώτου του Αγίου Όρους και στην καθοριστική του συμβολή στην οργάνωση της αυτοδιοικήσεως του αθωνικού μοναχισμού, ιδίως κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Να διευκρινίσουμε, κατ’ αρχάς, ότι με τον όρο «αγιορειτική αυτοδιοίκηση» εννοούμε το τοπικό προνομιακό καθεστώς που απονεμήθηκε στη χερσόνησο του Αγίου Όρους Άθω σταδιακά, αρχής γενομένης από τον 9ο ήδη αιώνα, φθάνοντας μάλιστα στις μέρες μας το καθεστώς αυτό να έχει αποτυπωθεί και υπό μορφή ισχύοντος θετικού δικαίου στο άρθρο 105 του Συντάγματος.

Ως γνωστόν, οι συνταγματικές διατάξεις του άρθρου αυτού αναγνωρίζουν και κατοχυρώνουν υπέρ της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους Άθω το προνόμιο της οργάνωσης και διοικητικής λειτουργίας των Μονών και των κεντρικών συλλογικών του οργάνων – όπως κυρίως είναι η Ιερά Κοινότητα και η Ιερά Επιστασία – μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτατης θεσμικής αυτοδιοικήσεως, έναντι τόσο των πολιτειακών όσο και των εκκλησιαστικών αρχών.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί το ιδιαίτερα γοητευτικό γεγονός ότι – πλην ελαχίστων και συγκεκριμένων εξαιρέσεων – το μοναστικό καθεστώς της Αθωνικής Πολιτείας, διατηρείται περίπου το ίδιο, ως προς τα βασικά σημεία λειτουργίας του, εδώ και 10 τουλάχιστον αιώνες. Τούτο σημαίνει, όπως υπογράμμιζε πάντοτε ο Καθηγητής μας και λαμπρός αγιορειτολόγος, αείμνηστος Χαράλαμπος Παπαστάθης, ότι η κατανόηση της ιστορικής γένεσης και διαμόρφωσης των αγιορειτικών θεσμών, συμβάλλει τα μέγιστα ακόμη και σήμερα στην ανεύρεση της ερμηνευτικής ratio των διατάξεων του άρθρου 105 του Συντάγματος.
Γέρων Βαρνάβας Βατοπαιδινός
Πρωτεπιστάτης
2011-2012
Στη μακραίωνη λοιπόν αυτή ροή της ιστορίας, ιδιαιτέρως εξέχουσα προβάλλει η μορφή του Πρώτου του Αγίου Όρους, σημαίνοντος διοικητικού οργάνου που έδρευε στις Καρυές, την πρωτεύουσα του Άθωνα, ασκώντας κεντρικές και κρίσιμες διοικητικές, νομοθετικές, κυρίως όμως δικαστικές εξουσίες.
Ο Πρώτος ασκούσε τις αρμοδιότητές του από τον 9ο τουλάχιστον αιώνα μέχρι και τα μέσα του 17ου, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαμόρφωση των αγιορειτικών θεσμών. Ωστόσο, από τα τέλη ήδη του 16ου αιώνα, οι σχετικές με τον Πρώτο ιστορικές μαρτυρίες εμφανίζονται να αραιώνουν δραματικά στις αθωνικές αρχειακές πηγές. Ως τέτοιες πηγές εννοούμε βεβαίως τη γνωστή πολύτομη κριτική έκδοση Actes del’Athos και Archives del’Athos, που επιμελήθηκαν κορυφαίοι ιστορικοί ερευνητές, μεταξύ των οποίων οι P. Lemerle και η δική μας Διονυσία Παπαχρυσάνθου.
Σήμερα ό,τι έχει απομείνει από το θεσμό εκείνο, είναι ο λεγόμενος ”Πρωτεπιστάτης” του Αγίου Όρους, ένας μοναχός που ασκεί ορισμένες συμβολικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, προεδρεύοντας στην τετραμελή Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους.
Και βεβαίως, ως κρίσιμα ερωτήματα προβάλλουν σήμερα τα εξής:
Ποιοι ήταν οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν τον Πρώτο του Αγίου Όρους να απολέσει βαθμιαία τις ισχυρότατες κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο εξουσίες του, καταλήγοντας από τον 17ο αιώνα και μέχρι σήμερα σε ένα συμβολικού χαρακτήρα διοικητικό όργανο.
Γέρων Μάξιμος Ιβηρίτης
Πρωτεπιστάτης
2012-2013
Εν όψει των ρητών επιταγών των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, που εμφανίζονται να διακελεύουν την άμεση και πλήρη υπαγωγή των μοναχών στην εξουσία του οικείου επισκόπου, μητροπολίτη ή πατριάρχη, πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι αγιορείτες μοναχοί, που συχνά υπεραμύνονται έναντι των άλλων της εφαρμογής των ι. κανόνων, παρέμειναν ωστόσο οι ίδιοι επί πολλούς αιώνες ουσιαστικώς ανεπίσκοποι, υπαγόμενοι μόνον στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πρώτου; Τον τελευταίο ας μας επιτραπεί να χαρακτηρίσουμε σαν ουσιαστικό επίσκοπο του Αγίου Όρους, λόγω της πληρότητας των σχετικών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών που του αναγνωρίζονταν και που ο ίδιος ασκούσε με μεγάλο κύρος. Και όλα αυτά, χωρίς να έχουμε σαφείς μαρτυρίες αν είχε καν ιεροσύνη, με αυξημένη την πιθανότητα να μην ήταν σε πολλές περιπτώσεις παρά ένας ικανός και σεβάσμιος, αλλά απλός μοναχός, δηλ. ούτε καν κληρικός.
ΙΙ. Απαρχή της αγιορειτικής αυτοδιοικήσεως
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τα πράγματα στην ιστορική τους εξέλιξη:
Ως πρώτη επίσημη κρατική αναγνώριση της αγιορειτικής αυτοδιοικήσεως πρέπει να θεωρείται το σιγίλλιο που εξέδωσε το έτος 883 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ ο Μακεδόνας (867-886). Με το έγγραφο αυτό, αφενός μεν παραχωρήθηκε για πρώτη φορά στους μοναχούς του Άθω διοικητική ανεξαρτησία από τις (κεντρικές ή περιφερειακές) κρατικές αρχές, αφετέρου δε αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των μοναχών στο έδαφος της αθωνικής χερσονήσου.
Το σιγίλλιο, γνωστό ως Prôtaton 1, ορίζει κατά το ουσιώδες περιεχόμενό του:
«… τους τον ερημικόν βίον ελομένους … εν τω του Άθωνος λεγομένω όρει … του λοιπού αθορύβους και αταράχους διαμένειν… Όθεν και εξασφαλιζόμεθα πάντας, από τε στρατηγών, βασιλικών ανθρώπων και έως εσχάτου ανθρώπου … ίνα μη επηρεάση τις τους αυτούς μοναχούς, αλλά μηδέ … εισέρχεσθαι τινας…».
Γέρων Στέφανος Χιλιανδαρινός
Πρωτεπιστάτης
2013-2014
Διευκρινίζεται ότι, κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, η λέξη «επήρεια» ήταν συνώνυμη, μεταξύ άλλων, του κρατικού εξαναγκασμού καθώς και της οικονομικής ή φορολογικής υποχρεώσεως (Ε. ΚΡΙΑΡΑΣ, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, τόμ. ΣΤ’, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 196-197). Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η επιβολή φορολογίας αποτελεί τη σπουδαιότερη, ίσως, εκδήλωση -συμβολική και πραγματική- της κρατικής κυριαρχίας.
Το σιγίλλιο λοιπόν αυτό εγκαινιάζει μία σταθερή, κατά τους επόμενους αιώνες, κρατική πολιτική έναντι των αγιορειτών, μέσα από τη διπλή απαγόρευση,
αφενός μεν στους κρατικούς υπαλλήλους να επιβάλλουν οποιοδήποτε φόρο από τους μοναχούς
αφετέρου δε στους ιδιώτες να ενοχλούν τους αγιορείτες ή να εισέρχονται στα αθωνικά εδάφη, χωρίς άδεια των μοναχών.
Η κατοπινή ιστορία του Άθω μαρτυρεί ότι το σιγίλλιο αυτό, που εκδηλώνει τόσο πανηγυρικά και ξεκάθαρα τη βούληση για αυτοπεριορισμό της κρατικής κυριαρχίας, έγινε απολύτως σεβαστό, τουλάχιστον ως προς το σκέλος που αφορούσε τους κρατικούς υπαλλήλους.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμισθεί ότι, με τα ανωτέρω επίσημα κρατικά έγγραφα, εγκαινιάζεται και στη συνέχεια καθιερώνεται η συνολική (in globo) θεώρηση της αθωνικής μοναστικής πολιτείας ως μίας αυτοτελούς και διοικητικά ανεξάρτητης οργανωτικής ενότητας ενότητας που αυτοδιοικείται εσωτερικά ή εκπροσωπείται στις εξωτερικές της σχέσεις από τους μοναχούς της και τις αρχές που οι ίδιοι ελεύθερα αναδεικνύουν, με σπουδαιότερη τέτοια αρχή τον Πρώτο του Αγίου Όρους.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο του Αγίου Όρους (883 – 1430), η αυτοδιοίκηση του ασκούνταν -όπως άλλωστε και σήμερα- από κεντρικά και περιφερειακά όργανα: στα περιφερειακά ανήκαν οι ηγούμενοι των πολυάριθμων τότε μονών και ποικίλλων άλλων μικρότερων μοναστικών ιδρυμάτων, ενώ δύο ήταν τα σημαντικότερα κεντρικά διοικητικά όργανα: ένα μονοπρόσωπο, ο Πρώτος, και ένα συλλογικό, η Σύναξη των Γερόντων ή Ηγουμένων, στην οποία συμμετείχαν οι προϊστάμενοι των μοναστικών καθιδρυμάτων του Αθωνα. Τα όργανα αυτά συνεδρίαζαν στις Καρυές τρεις φορές το έτος (Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο και Χριστούγεννα), λαμβάνοντας αποφάσεις που αφορούσαν συνολικά το Αγιον Όρος.
Γέρων Συμεών Διονυσιάτης
Πρωτεπιστάτης
2014-2015
Το διοικητικό αυτό κέντρο του Αγ. Όρους ήταν γνωστό κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου με διάφορες ονομασίες, όπως ‘Κοινόν’, ‘Μέση’ ή ‘Μεγάλη Μέση’, ‘Πρωτάτον’, ‘Πρωτείον’, ‘Λαύρα των Καρεών’. Από αυτές, τελικά καθιερώθηκε η ονομασία ‘Πρωτάτον’, εκτοπίζοντας τις άλλες. Να σημειωθεί ακόμη ότι ο θεσμός του Πρώτου απαντούσε και σε άλλα βυζαντινά μοναστικά κέντρα, επιτελώντας ανάλογη με τον Αθω πολύπλευρη λειτουργία.
Ως Πρώτος εκλεγόταν από τη Σύναξη των Ηγουμένων μία διακεκριμένη μοναχική προσωπικότητα του Όρους, που, περιστοιχιζόμενος από ομάδα αξιωματούχων [‘Οικονόμος’, ‘Επιτηρητής’, ‘Δικαίος’] ασκούσε ένα σύνολο εξουσιών, με χαρακτήρα εκκλησιαστικό, διοικητικό ή και πειθαρχικό. Κυρίως, όμως, ο Πρώτος αφενός μεν αποτελούσε το σημαντικότερο όργανο επίλυσης των διαφορών που ανέκυπταν μεταξύ των Μονών στις κατά καιρούς διενέξεις τους, αφετέρου δε εκπροσωπούσε τους αγιορείτες ενώπιον των κρατικών ή εκκλησιαστικών αρχών, ως προς τις μείζονος σημασίας κοινές τους υποθέσεις.
Υπογραμμίζεται ότι την εκλογή του Πρώτου επικύρωνε επί σειρά αιώνων, όχι κάποια εκκλησιαστική αρχή, όπως θα αναμέναμε σήμερα, αλλά ο ίδιος ο αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, παρέχοντάς του ειδική ποιμαντορική ράβδο, ως σύμβολο της εξουσίας του. Σύμφωνα με το τυπικό του Μονομάχου (1046), στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω, αυτή η ‘αρχαία συνήθεια’ απέρρεε από την αναγνώριση του αυτοκράτορα ως μόνης ανώτατης αρχής του Όρους. Να σημειώσω εδώ ότι το σύνολο των (εντός των εισαγωγικών) ‘αρχαίων συνηθειών”του Αγίου  Όρους’  που  ίσχυαν με την απελευθέρωση του Αγίου Όρους (1912) απολαύει σήμερα  συνταγματικής κατοχυρώσεως με τον terminus technicus του άρθρου 105 Σ. αγιορειτικά καθεστώτα.
Μέχρι τις αρχές του 14ου αι., στην επικύρωση της εκλογής του Πρώτου  δεν  προβλεπόταν  η οποιαδήποτε συμμετοχή του πατριάρχη. Οι επεμβάσεις άλλωστε του τελευταίου στα εσωτερικά του Όρους – αυτοπροαίρετες ή μετά από συγκεκριμένο αίτημα των αγιορειτών – ήταν ελάχιστες και σποραδικές, με τον πρώτο λόγο να ανήκει σαφώς στον αυτοκράτορα.
Το Νοέμβριο του 1312, με σιγίλλιο του πατριάρχη Νήφωνα, που επικυρώθηκε αμέσως μετά από χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου, εισάγεται για πρώτη φορά, ως σημάδι πνευματικής εξαρτήσεως, η σφράγιση της ράβδου του Πρώτου από τον πατριάρχη.
Από ουδεμία, ωστόσο, ιστορική πηγή προκύπτει ότι το γεγονός αυτό – πέραν της θρησκευτικής συμβολικής του σημασίας – συνεπέφερε οποιαδήποτε μορφή υποστολής των αυτοκρατορικών προνομίων του Αθω, προς όφελος του πατριάρχη. Αλλωστε, στο ίδιο το πατριαρχικό σιγίλλιο επισημαίνεται ότι το Αγ. Όρος τιμήθηκε από τους αυτοκράτορες με ανεξαρτησία έναντι κάθε εκκλησιαστικής αρχής:
«οι θειότατοι των βασιλέων εκείνοι, … υπ’ ελευθερίαν πάσαν ανήκαν τα κατ’ αυτό και εις πρωτείον το Όρος τιμήσαντες, ιδίαν τινά την αρχήν απένειμαν, μήτε πατριάρχη, μήτ’ επισκόπω, μήτ’ άλλω αρχιερεί υποκειμένην».
Έτσι, τα προνόμια αυτοδιοικήσεως του Αγίου Όρους έναντι του πατριαρχείου, έμειναν άθικτα και μετά το σιγίλλιο του 1312, ενώ μόνη ανώτατη αρχή στο Όρος παρέμεινε ο αυτοκράτορας. Τούτο επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, και από το κατοπινό σιγίλλιο του πατριάρχη Θεοφίλου (1368), ο οποίος όρισε ως απαραίτητη την προηγούμενη συγκατάθεση του Πρώτου για τη χειροτονία κάποιου στα εξαρτήματα του Αγίου Όρους.
Μερικές δεκαετίες αργότερα – τον Οκτώβριο του έτους 1392 – ο Πρώτος του Αγίου Όρους Ιερεμίας, κατά τη διάρκεια της έλευσής του στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να λάβει την προβλεπόμενη κατά τα ανωτέρω χειροθεσία, κατάφερε να εκδοθεί από τον πατριάρχη Αντώνιο σιγίλλιο με το οποίο απαγορευόταν στον επίσκοπο Ιερισσού η οποιαδήποτε εκκλησιαστική ανάμιξή του στις αγιορειτικές υποθέσεις.
Το πατριαρχικό σιγίλλιο όριζε: «μηδεμίαν άδειαν έχειν αυτόν [τον επίσκοπο Ιερισσού] καν όλως εισέρχεσθαι εις το Άγιον Όρος δίχα προτροπής και ενδόσεως του Πρώτου, μηδέ ζητείν όλως αρχικόν τι διενεργείν ή αρχιερατικόν, ει μη παρ’ αυτού επιτραπή».
Με τον τρόπο αυτό, δόθηκε υπέρ των αγιορειτών ένα οριστικό τέλος στις δικαιοδοσιακές αξιώσεις που πρόβαλε από παλαιότερα ο πλησιόχωρος αυτός Επίσκοπος.
Πάντοτε, όμως, τα εκκλησιαστικά ζητήματα διαπλέκονται και με τα πολιτικά. Για το λόγο αυτό, η βαρύνουσα εκκλησιαστική θέση του Πρώτου, με τις ευρύτατες εξουσίες που ασκούσε ο ίδιος, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να είναι άμοιρη και πολιτικής επιρροής. Τούτο κατέστη εξόχως εμφανές κατά τη σύντομη περίοδο της κατοχής του Αθω από τους Σέρβους, όταν ο βασιλέας τους Στέφανος Δουσάν – παρά τις διαβεβαιώσεις που παρείχε στους αγιορείτες περί της διασφαλίσεως της αυτοδιοικήσεώς τους και μη αναμίξεώς του στην εκλογή του Πρώτου – έσπευσε εντούτοις να διορίσει ως τέτοιο τον σλαυικής καταγωγής Αντώνιο.
Ωστόσο, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, από τα τέλη του 16ου αι. άρχισε η σταδιακή αποψίλωση των εξουσιών του Πρώτου και η είσοδος του θεσμού σε μία φάση προϊούσας παρακμής. Από το έτος 1611 παύει πλέον να μαρτυρείται στις πράξεις της Συνάξεως των Ηγουμένων η παρουσία Πρώτου, πράξεις στις οποίες δεν υπογράφει κάποιος άλλος, πλην των εκπροσώπων των αθωνικών μονών. Συνάγουμε, λοιπόν, ότι ο θεσμός του Πρώτου καταργήθηκε σιωπηρά, μετά από μία προϊούσα υποβάθμιση των αρμοδιοτήτων του, έναντι της διαρκώς αναβαθμιζόμενης Συνάξεως των Ηγουμένων.
Αυτό το το οποίο εικάζεται με αυξημένη πιθανότητα από την Παπαχρυσάνθου αλλά και άλλους ιστορικούς, είναι ότι οι αγιορειτικές μονές έπαψαν να εκλέγουν Πρώτο όταν θεώρησαν ότι η λειτουργία του δεν εξυπηρετούσε πλέον ζωτικά τα συμφέροντά τους. Τούτο είχε άλλωστε διαφανεί μετά από παλαιότερες έντονες και αλλεπάλληλες προστριβές μεταξύ των δύο θεσμών (δηλ. του Πρώτου και της Συνάξεως των Ηγουμένων). Γεγονός που συνεπέφερε την περιέλευση του συνόλου των αρμοδιοτήτων του Πρώτου στη Σύναξη των Ηγουμένων, η οποία αναβαθμίστηκε στο εξής σημαντικά, καθιστάμενη έκτοτε το μόνο κεντρικό όργανο αυτοδιοικήσεως του Αθω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου